χρήστης — one who gives masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστης — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. τ. χρείστης Α νεοελλ. 1. άτομο που χρησιμοποιεί κάτι 2. (ιδίως νομ.) πρόσωπο που δικαιούται τη χρήση ενός πράγματος μσν. αρχ. πρόσωπο που δανείζει χρήματα, ο δανειστής αρχ. 1. προφήτης 2. άτομο που δανείζεται χρήματα.… … Dictionary of Greek
χρηστῆς — χρηστός useful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήσταις — χρήστης one who gives masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστη — χρήστης one who gives masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστην — χρήστης one who gives masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστου — χρήστης one who gives masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστων — χρήστης one who gives masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστῃ — χρήστης one who gives masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… … Dictionary of Greek